Μια πρόσφατη μελέτη δείχνει πως οι εγκυμονούσες θα πρέπει να καταναλώνουν 10 φορές περισσότερη βιταμίνη D από την ποσότητα που μέχρι σήμερα προτείνεται. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες συστάσεις σχετικά με την ημερήσια πρόσληψη βιταμίνης D κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, αυτή δεν θα πρέπει να ξεπερνά τις 200-400 IU. Για δεκαετίες οι ειδικοί ανησυχούσαν πως η αυξημένη πρόσληψη της βιταμίνης κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει συγγενείς ανωμαλίες, αφού σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία οποιοδήποτε επίπεδο πρόσληψης μεγαλύτερο από τις 2000 IU θεωρείται δυνητικά ανασφαλές για οποιαδήποτε ομάδα του πληθυσμού. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, της συγκεκριμένης μελέτης έρχονται να ταράξουν τα νερά.

 

Στη μελέτη συμμετείχαν 500 εγκυμονούσες που βρίσκονταν στη 12η εβδομάδα κύησης, οι οποίες χωρίστηκαν σε 3 ομάδες ανάλογα με την πρόσληψη της βιταμίνης. Στην πρώτη ομάδα οι εγκυμονούσες προσλάμβαναν 400 IU, στη δεύτερη 2000 IU και στην τελευταία 4000 IU. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως εκείνες που προσλάμβαναν 4000 IU βιταμίνης D ήταν λιγότερο πιθανό να έχουν πρόωρο τοκετό ή να αναπτύξουν κάποια λοίμωξη. «Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να προσλαμβάνουν 4000 IU βιταμίνης D την ημέρα», σημειώνει ο Bruce Hollis, Ph.D., διευθυντής του τμήματος των παιδιατρικών διατροφικών ερευνών στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας, στο Τσάρλεστον, και ένας από τους συντάκτες της μελέτης.

Τα συγκεκριμένα ευρήματα αποτελούν ένδειξη πως οι ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές για την πρόσληψη βιταμίνης D είναι υπερβολικά χαμηλές, σύμφωνα με την Elisa Ross, MD, ειδικό παθολόγο. Προγενέστερες μελέτες υποδεικνύουν πως οι έγκυες γυναίκες που προσλαμβάνουν χαμηλές ποσότητες βιταμίνης D είναι πιθανότερο να αναπτύξουν προεκλαμψία και να γεννήσουν με καισαρική τομή. Παρόλο που διάφορα τρόφιμα, όπως το γάλα, εμπλουτίζονται σε βιταμίνη D, η ανεπάρκειά της είναι ευρέως διαδεδομένη σε ενήλικες, παιδιά και βρέφη. Η ελάττωση της καθημερινής έκθεσης στον ήλιο και τα αυξανόμενα ποσοστά της παχυσαρκίας είναι πιθανό να ευθύνονται για αυτό.

Βέβαια, απαιτείται περισσότερη έρευνα πριν αναδιαμορφωθούν οι υπάρχουσες συστάσεις. Σε καμία περίπτωση οι εγκυμονούσες δεν θα πρέπει να αυξήσουν την πρόσληψη της βιταμίνης D με τη λήψη κάποιου συμπληρώματος χωρίς τη συμβουλή του γιατρού τους. Στη μελέτη συμμετείχαν γυναίκες που βρίσκονταν στο δεύτερο τρίμηνο ή και σε πιο προχωρημένη εγκυμοσύνη, οπότε δεν είναι ακόμα σαφές κατά πόσο οι υψηλές δόσεις της βιταμίνης D είναι ασφαλείς στα πρώτα στάδια αυτής, όταν δηλαδή σχηματίζονται τα όργανα και το έμβρυο είναι επιρρεπές σε διάφορες συγγενείς ανωμαλίες. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη οι ποικίλες επιδράσεις της βιταμίνης στην υγεία. Η έλλειψή της έχει συσχετισθεί με πολλά σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως οι καρδιακές παθήσεις, ορισμένες μορφές καρκίνου, η οστεοπόρωση, ο διαβήτης, η νόσος Alzheimer’s, η σχιζοφρένεια, και ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα. Είναι απαραίτητο να διεξαχθούν και άλλες μελέτες προκειμένου να διαλευκανθεί και η συσχέτιση της ανεπαρκούς πρόσληψης βιταμίνης D με την εγκυμοσύνη.

 

Εύη Καμποσιώρα Msc

Κλινική Διαιτολόγος-Διατροφολόγος

kamposiora@diatistrofis.gr

Βιβλιογραφία
Johnson DD, Wagner CL, Hulsey TC, McNeil RB, Ebeling M, Hollis BW. Vitamin D Deficiency and Insufficiency is Common during Pregnancy. Am J Perinatol. 2010 Jul 16.