Οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες  έναντι χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά είναι εξίσου αποτελεσματικές, σύμφωνα με νέα μελέτη στο JAMA.

Η αλλαγή βάρους σε διάστημα 12 μηνών δε διέφερε σημαντικά μεταξύ εκείνων που ακολούθησαν μια υγιεινή δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά (HLF) με εκείνων που επέλεξαν μια υγιεινή δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες (HLC), διαπίστωσαν ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Stanford.

Επιπρόσθετα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι δεν υπήρξαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ διατροφής-ινσουλίνης ή διατροφής-γονότυπου.

Αυτό το εύρημα έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενη έρευνα, η οποία είχε προτείνει ότι τα άτομα μπορεί να ανταποκρίνονται καλύτερα σε ένα συγκεκριμένο είδος διατροφής ανάλογα με τη γενετική τους σύνθεση. Με άλλα λόγια, αυτοί που έχουν έναν  γονότυπο  χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος μπορεί να χάσουν περισσότερο βάρος με μια δίαιτα χαμηλών λιπαρών και όχι χαμηλών υδατανθράκων.

«Σε αυτή τη δωδεκάμηνη μελέτη  απώλειας βάρους, δεν διαπιστώθηκε σημαντική διαφορά στη μεταβολή  του σωματικού βάρους μεταξύ μιας δίαιτας HLF έναντι μιας HLC, και ούτε ο  γονότυπος, ούτε η βασική έκκριση ινσουλίνης  σχετίζεται με τις διατροφικές επιπτώσεις στην απώλεια βάρους», έγραψε αρχικά ο καθηγητής Christopher Gardner. «Στο πλαίσιο αυτών των δύο κοινών προσεγγίσεων για μια δίαιτα απώλειας βάρους, κανένας από τους δύο υποθετικούς προδιαθεσιακόυς παράγοντες δεν ήταν χρήσιμος για τον προσδιορισμό ποιά δίαιτα ήταν καλύτερη για ποιόν.»

Δευτερεύοντα Αποτελέσματα

Σε σύγκριση με την αρχική τιμή, κα οι δύο ομάδες μείωσαν την αρτηριακή πίεση, τα επίπεδα ινσουλίνης και γλυκόζης. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των λιπιδίων του αίματος έδειξαν κάποιες διαφορές μεταξύ των δυο ομάδων.

«Οι αλλαγές που σημειώθηκαν στο διάστημα των 12 μηνών στις συγκεντρώσεις των χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεινών (LDLC) ευνοήθηκαν σημαντικά μια  υγιεινή δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά», σχολίασαν οι ερευνητές.

Η LDLC βρέθηκε να αυξάνεται στην ομάδα αυτή  που ακολουθούσε μια δίαιτα   χαμηλή σε υδατάνθρακες στο χρονικό διάστημα των 12 μηνών.

«Οι συγκεντρώσεις υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεινών (HDLC) αυξήθηκαν σημαντικά περισσότερο και οι συγκεντρώσεις τριγλυκεριδίων μειώθηκαν σημαντικά περισσότερο για την ομάδα δίαιτας HLC από ότι για την HLF. Η μείωση του επιπολασμού  του μεταβολικού συνδρόμου δεν ήταν σημαντικά διαφορετική μεταξύ των διαιτητικών σχημάτων», παρατήρησαν οι ερευνητές.

Οι διαφορές μεταξύ των ομάδων σε κάθε  τύπο χοληστερόλης ήταν περίπου 5%, ενώ η διαφορά μεταξύ των ομάδων HLC και HLF ήταν 15%.

Σημασία της μελέτης

Η βασική σημασία των ευρημάτων της μελέτης είναι η προσέγγιση των τροφίμων. Ανεξάρτητα από το αν ακολουθήσετε μια δίαιτα  χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά ή χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, οι επιλογές πρέπει να είναι υγιεινές, τόνισαν οι ερευνητές.

« Η διατροφική τροποποίηση παραμένει καθοριστική για την επιτυχή απώλεια βάρους. Ωστόσο, ακόμα καμία διατροφική  στρατηγική δεν υπερισχύει από τις άλλες  για τον γενικό πληθυσμό.

Και από τις δύο πλευρές, ακούσαμε από ανθρώπους που είχαν σημειώσει την μεγαλύτερη απώλεια βάρους ότι τους είχαμε βοηθήσει να αλλάξουν τη σχέση τους με το φαγητό  και ότι τώρα ήταν πιο συνειδητοποιημένοι για τον τρόπο με τον οποίο κατανάλωναν το φαγητό», δήλωσε ο Gardner.

Στοιχεία μελέτης

Η μελέτη περιελάμβανε 609 υπέρβαρα άτομα (περίπου παρόμοιο αριθμό ανδρών και γυναικών) οι οποίοι χωρίστηκαν τυχαία σε ομάδες HLF ή HLC. Οι ερευνητές πραγματοποίησαν γενετική ανάλυση κατά την έναρξη για να εντοπίσουν πιθανά προφίλ που θα μπορούσαν να συνδεθούν με τον καταλληλότερο μεταβολισμό του λίπους ή των υδατανθράκων. Πραγματοποίησαν, επίσης, μέτρηση της βασικής έκκρισης ινσουλίνης.

Κατά τους δύο πρώτους μήνες, οι συμμετέχοντες στις μεμονωμένες ομάδες περιορίστηκαν σε 20 γραμμάρια / ημέρα (g/d) λίπους ή υδατανθράκων.(Το υπόλοιπο των θερμίδων τους λήφθηκε από το μη περιορισμένο μακροθρεπτικό συστατικό τους).Στη συνέχεια, επέτρεψαν διαδοχικές αυξήσεις στο λίπους ή στους  υδατάνθρακες  κατά 5 – 15 g/d μέχρι να φτάσουν σε ένα επίπεδο που θεωρούσαν ότι ήταν  βιώσιμο μακροπρόθεσμα.

Στο τέλος της δωδεκάμηνης δοκιμής, η ομάδα HLF ανέφερε μια μέση πρόσληψη λίπους 57 g/d, ενώ τα μέλη της διατροφής HLC καταναλώνουν κατά μέσο όρο 132 g/d υδατανθράκων.(Αυτό είχε θετική συσχέτιση με τις προσλήψεις πριν από την μελέτη 87 g/d και 247 g/d αντίστοιχα).

Οι αλλαγές στο βάρος, οι ανθρωπομετρικές μετρήσεις, τα λιπίδια του αίματος, η αρτηριακή πίεση, η ινσουλίνη, η γλυκόζη και οι δείκτες του μεταβολικού συνδρόμου υπολογίστηκαν στο τέλος των 12 μηνών.

Ο μέσος όρος απώλεια βάρους στο διάστημα των 12 μηνών ήταν 5,3 kg στην ομάδα HLF και 6,0 kg στην ομάδα HLC. Υπήρχαν μεγάλες διακυμάνσεις στην αλλαγή βάρους ( μεταξύ -30 κιλών και + 10 κιλών) σε κάθε ομάδα. Ωστόσο, αυτό το εύρος ήταν παρόμοιο μεταξύ των ομάδων.

Μακροπρόθεσμή διαχείριση βάρους

Η αποφυγή/ελαχιστοποίηση των επεξεργασμένων τροφίμων είναι σημαντική, ο Gardner υπογράμμισε εκ νέου το συμπέρασμα.

«Φροντίσαμε να πούμε σε όλους, ανεξάρτητα από το ποια δίαιτα ακολούθησαν, να επιλέγουν μη επεξεργασμένα τρόφιμα. Επίσης τους συμβουλεύσαμε να κάνουν δίαιτα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αισθάνονται πεινασμένοι ή στερημένοι –διαφορετικά είναι δύσκολο να διατηρηθεί η διατροφή μακροπρόθεσμα», δήλωσε ο Gartner. «Εμείς επιθυμούσαμε να επιλέξουν μια δίαιτα χαμηλής  περιεκτικότητας σε λιπαρά ή υδατάνθρακες που  θα μπορούσαν ενδεχομένως να ακολουθήσουν για πάντα, παρά μια διατροφή που θα την παρατούσαν όταν η μελέτη τελείωνε».

Επιστημονική Ομάδα δια…της Τροφής