Η στεφανιαία νόσος προκαλείται από τη συσσώρευση της αθηρωματικής πλάκας στον αυλό των στεφανιαίων αρτηριών με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η φυσιολογική ροή του αίματος και άρα η παροχή οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών στην καρδιά. Παγκοσμίως αποτελεί την κυριότερη αιτία θανάτου σε άνδρες και γυναίκες. Κατά κανόνα, οι γυναίκες προσβάλλονται γύρω στα επτά με οκτώ χρόνια μετά τους άνδρες. Ωστόσο, περίπου στην ηλικία των 65 ετών, ο κίνδυνος των γυναικών εξισώνεται με αυτόν των ανδρών. Μάλιστα, τα τελευταία είκοσι χρόνια τα ποσοστά των γυναικών ηλικίας 35-54 ετών που παθαίνουν καρδιακή ανακοπή αυξάνονται διαρκώς. Μία υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή μπορεί όχι μόνο να μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, αλλά και να προστατέψει την καρδιά από την ανάπτυξη περισσότερων προβλημάτων.

Σύμφωνα με μία μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό “Archives of Internal Medicine ” οι γυναίκες που ακολουθούν μία διατροφή υψηλού γλυκαιμικού δείκτη, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν στεφανιαία νόσο. Μία διατροφή υψηλού γλυκαιμικού δείκτη συμπεριλαμβάνει την κατανάλωση τροφίμων που είναι πλούσια σε απλά σάκχαρα τα οποία απορροφώνται γρήγορα από τον οργανισμό και προκαλούν μεγάλη αύξηση στα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Αυτού του είδους οι υδατάνθρακες περιέχονται σε τρόφιμα όπως είναι τα επεξεργασμένα δημητριακά (λευκό ψωμί, ρύζι, επεξεργασμένα δημητριακά πρωινού), οι πατάτες, τα γλυκά και οι καραμέλες.

Στόχος της συγκεκριμένης μελέτης ήταν να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στο γλυκαιμικό δείκτη των τροφίμων και την πιθανότητα ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου. Έτσι, στη μελέτη συμμετείχαν 47.749 εθελοντές (15.171 άνδρες και 32.578 γυναίκες) που συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τις διατροφικές τους συνήθειες και παρακολουθήθηκαν για οκτώ περίπου χρόνια. Οι Ιταλοί ερευνητές διαπίστωσαν πως οι γυναίκες που ακολουθούσαν μία διατροφή πλούσια σε υδατάνθρακες -και πιο συγκεκριμένα μία διατροφή υψηλού γλυκαιμικού δείκτη- είχαν δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν στεφανιαία νόσο σε σχέση με τις γυναίκες που κατανάλωναν μία δίαιτα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη. Το συγκεκριμένο εύρημα φάνηκε να μην ισχύει στην περίπτωση των ανδρών.

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης εναρμονίζονται με τα ευρήματα μίας πρόσφατης ανασκόπησης ερευνών σύμφωνα με τα οποία μία διατροφή χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και δημητριακά ολικής άλεσης) μπορεί να οδηγήσει αποτελεσματικότερα σε απώλεια βάρους και βελτιωμένο λιπιδαιμικό προφίλ σε σύγκριση με άλλα είδη διαιτών. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε πως τα άτομα που ακολουθούσαν μία τέτοιου είδους δίαιτα μπορούσαν να χάσουν περισσότερο βάρος και λίπος και να επιτύχουν καλύτερες τιμές ολικής και LDL χοληστερόλης. Έτσι, παρά το ότι οι περισσότεροι οργανισμοί υγείας συστήνουν μία διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος για την πρόληψη και αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου, ολοένα και περισσότερα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν πως οι δίαιτες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη είναι οι πιο ευεργετικές για την υγεία της καρδιάς.

Επιστημονική Ομάδα δια…της Τροφής 

Πηγές:

Sieri S, Krogh V, Berrino F, et al. Dietary glycemic load and index and risk of coronary heart disease in a large Italian cohort. The EPICOR study. Arch Intern Med 2010; 170:640-647.
Thomas DE, Elliott EJ, Baur L. Low glycaemic index or low glycaemic load diets for overweight and obesity. Cochrane Database Syst Rev 2007; 3: CD005105.