Πήρατε ποτέ την απόφαση να βγείτε έξω και να αθληθείτε, αλλά αντ’ αυτού καταλήξατε να κατασπαράζετε το κέικ σοκολάτας, που έχει μείνει στο φούρνο; Δεν έχει σημασία πόσο καλές προθέσεις έχετε, μερικές φορές το ίδιο μας το σώμα ευθύνεται για τη… δολιοφθορά.

Όπως αποδεικνύεται, συχνά δεν ευθύνεται το ακόρεστο στομάχι, αλλά το ότι το διαιτολόγιό μας… υπονομεύει τη χημεία του εγκεφάλου. Έρευνες υποστηρίζουν ότι ο εγκέφαλος αντιδρά με ακριβώς αντίθετο τρόπο απ’ ότι αναμένουμε, όταν πρόκειται για δίαιτα και άσκηση.

Αφίσα και τρέξιμο

Υποστηρίχθηκε πρόσφατα ότι οι δημόσιες ανακοινώσεις που συνιστούν μείωση κατανάλωσης λιπαρών και αύξηση της φυσικής δραστηριότητας μπορεί να προκαλέσουν απροσδόκητα μεγαλύτερη πρόσληψη φαγητού!

Για να εξετάσουν αυτό το ενδεχόμενο, οι Albarracin και συνεργάτες ζήτησαν από 53 φοιτητές να κρίνουν μια σειρά από αφίσες προώθηση της άσκησης. Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τους φοιτητές να καταναλώσουν – κατά βούλησης – μια ποσότητα από σταφίδες. Το ίδιο πείραμα διεξήχθη και με αφίσες που προωθούσαν την εκπλήρωση στόχων, π.χ. την ένταξη σε μια ομάδα ή τη συντροφικότητα. Και πάλι ζητήθηκε από τους φοιτητές να καταναλώσουν σταφίδες κατά βούληση. Φάνηκε ότι καταναλώθηκε περισσότερο φαγητό μετά την ανάγνωση των αφισών που προωθούσαν την άσκηση, σε σχέση με το δεύτερο σετ εικόνων.

Οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι αφίσες αθλητικού περιεχομένου απλά προέτρεψαν τους φοιτητές να κάνουν κάτι – και επειδή οι σταφίδες ήταν διαθέσιμες, έγιναν… εύκολη λεία. Κάτι που σημαίνει είναι ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με το πότε και πού ενθαρρύνουμε τον κόσμο να ασκείται. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εμφανίζονται διαφημίσεις που διαλαλούν τα οφέλη της άσκησης, όταν οι άνθρωποι κάθονται μπροστά από την τηλεόραση, με ένα σακουλάκι πατατάκια.

Είναι θέμα γεύσης

Οι ετικέτες τροφίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά μπορούν επίσης να γυρίσουν μπούμερανγκ, κάνοντας τα τρόφιμα να φαίνονται λιγότερο νόστιμα, σύμφωνα με επιστήμονες από το Oregon Research Institute. Νεαρές γυναίκες κλήθηκαν να καθίσουν σε ένα σαρωτή εγκεφάλου ενώ έπιναν (μονορούφι) σοκολατούχο milk-shake. Στις μισές γυναίκες είπαν ότι το milk-shake ήταν πλήρες σε λιπαρά και στις υπόλοιπες ότι ήταν χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά εκδοχή, ενώ σε όλες δόθηκε το ίδιο πράγμα.

Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, τα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου φωτίστηκαν όταν οι γυναίκες κατανάλωσαν το milk-shake. Ωστόσο, όσες γυναίκες νόμιζαν ότι είχαν πάρει μια χαμηλής περιεκτικότητας milk-shake είχαν πολύ μικρότερη ενεργοποίηση. Με άλλα λόγια, η γνώση ότι το milk-shake τους ήταν χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά τους στέρησε ένα μεγάλο μέρος της ικανοποίησης.

Κάτι που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την αντιμετώπιση της πολυφαγίας, καθώς ένα light προϊόν ενδεχομένως να συνεπάγεται και μειωμένη ικανοποίηση του αισθητηρίου – οπότε και συνεχίζεται από εκεί και πέρα η αναζήτηση φαγητού.

Χημεία

Επιπλέον, οι Stice και συνεργάτες συνέκριναν τη χημεία του εγκεφάλου ανθρώπων που κάνουν συναισθηματικό φαγητό με εκείνη ατόμων που δήλωσαν ότι δεν τρώνε για να βελτιώσουν τη διάθεσή τους. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι όταν η πρώτη ομάδα αισθάνθηκε άσχημα και κατανάλωσε κάτι γλυκό, φωτίστηκαν τα κέντρα ανταμοιβής τους, σε ένα σαρωτή εγκεφάλου. Αντίθετα, οι άνθρωποι στην ομάδα ελέγχου δεν παρουσίασαν καμία μεταβολή, όταν τους δόθηκε κάτι σακχαρώδες για να βελτιωθεί η αρνητική τους διάθεση.

Όλη αυτή η έρευνα δείχνει ότι πρέπει να κατανοήσουμε πολύ καλύτερα τη χημεία του εγκεφάλου, που αφορά την υπερκατανάλωση τροφής. Τις περισσότερες φορές δεν τρώμε επειδή έχουμε φυσική πείνα, αλλά επειδή αλληλεπιδρούν με σύνθετους μηχανισμούς ή συμπεριφορά/ ψυχολογία με τη φυσιολογία μας.

 

Γιώργος Μίλεσης, MSc

Κλινικός Διαιτολόγος Διατροφολόγος

milesis@diatistrofis.gr

 

Sources:

Albarracin D., W. Wang and J. Leeper. Immediate Increase in Food Intake Following Exercise Messages. Obesity aop 2009; 17(7):1451-2.

Bohon C, Stice E, Spoor S. Female emotional eaters show abnormalities in consummatory and anticipatory food reward: a functional magnetic resonance imaging study. Int J Eat Disord. 2009; 42(3):210-21.