Σε πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη στο περιοδικό Emerging Infectious Diseases με τίτλο “Risk-based estimate of effect of foodborne diseases on Public Health, Greece” (2011 Sep;17(9):1581-90), εκτιμήθηκε η επιβάρυνση (burden) που επέφερε στη δημόσια υγεία καθένα από τα συχνότερα τροφιμογενή νοσήματα στην Ελλάδα, το διάστημα 1996-2006. Τα αποτελέσματα της μελέτης εκφράστηκαν μέσω της επίπτωσης των διαφορετικών εκβάσεων του νοσήματος και των DALYs (Disability-Adjusted Life Years, χαμένα έτη ζωής λόγω πρόωρης θνησιμότητας και αναπηρίας, ως αποτέλεσμα της νόσησης). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, η βρουκέλλωση, η εχινοκοκκίαση, η σαλμονέλλωση και η τοξοπλάσμωση ευθύνονταν για 70% των DALYs.

Παρότι αναγνωρίζουμε το γεγονός ότι μελέτες σαν και αυτή είναι ιδιαιτέρως χρήσιμες για τη χάραξη πολιτικών υγείας, θεωρούμε ότι σε αυτή την περίπτωση σημαντικοί παράγοντες παραβλέφθηκαν και ότι η σημασία της εχινοκοκκίασης και της βρουκέλλωσης υπερεκτιμήθηκε.

Πρώτον, η Ελλάδα δεν αποτελεί υπερενδημική χώρα όσον αφορά την εχινοκοκκίαση, όπως αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο. Για να χαρακτηριστεί μια χώρα υπερενδημική για ένα νόσημα, θα πρέπει αυτό να έχει σταθερά υψηλή επίπτωση σε όλες τις ηλικίες και στα δύο φύλα. Τα δεδομένα του Συστήματος Υποχρεωτικής Δήλωσης Νοσημάτων (ΣΥΔΝ) του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) δείχνουν ότι τα κριτήρια αυτά δεν πληρούνται για το εν λόγω νόσημα στην Ελλάδα. Συνολικά, 53 κρούσματα δηλώθηκαν μεταξύ 1998 και 2006, ενώ η επίπτωση της εχινοκοκκίασης μειώθηκε το ίδιο διάστημα σημαντικά (Γράφημα 1)[1]. Μόλις το 4,8% των δηλωθέντων κρουσμάτων ήταν ηλικίας μικρότερης από 15 έτη. Καθώς η περίοδος επώασης του συγκεκριμένου νοσήματος μπορεί να διαρκέσει χρόνια (σε αντίθεση με τα περισσότερα τροφιμογενή νοσηματα), θα έπρεπε να αναφέρεται στο άρθρο εάν ελήφθη υπόψη η ηλικία των κρουσμάτων. Επιπλέον, η επίπτωση αφορά νέες περιπτώσεις νοσήματος, ενώ η εχινοκοκκίαση αποτελεί αρκετά συχνά τυχαίο εύρημα χωρίς να υπάρχει συμπτωματική νόσος. Το 8,8% των δηλωθέντων κρουσμάτων το ίδιο διάστημα ήταν αλλοδαποί. Στη μελέτη δεν αναφέρεται αν εξαιρέθηκαν ή όχι τυχόν εισαγόμενα κρούσματα από τη μελέτη. Τέλος, επαγγελματική έκθεση αναφέρθηκε στο 62,0% των δηλωθέντων κρουσμάτων.

Εκτός όμως από τα δεδομένα του ΚΕΕΛΠΝΟ, τα αποτελέσματα οροεπιδημιολογικών [1] και υπερηχογραφικών μελετών [2] έχουν επίσης δείξει ότι η οροθετικότητα για εχινοκοκκίαση στο γενικό πληθυσμό είναι πολύ χαμηλή, όπως, επίσης, και ο επιπολασμός της νόσου, ενώ συνεχής μείωση του επιπολασμού του παρασίτου έχει βρεθεί και στα ζώα [3,4]. Η εφαρμογή αυστηρών κανονισμών (Κανονισμός Ευρωπαϊκης Επιτροπής 1774/2002) όσον αφορά τους χειρισμούς των προϊόντων στα σφαγεία, έχει συμβάλει σημαντικά στην προόδο του ελέγχου του εχινοκόκκου στη χώρα μας.

Όσον αφορά τη βρουκέλλωση, σύμφωνα με τα δεδομένα του ΣΥΔΝ, προκύπτει ότι μεταξύ 1998 και 2006, λιγότερο από 10% των δηλωθέντων κρουσμάτων αφορούσαν παιδιά <15 ετών και ότι το 87,9% των κρουσμάτων είχαν ιστορικό επαγγελματικής έκθεσης. Το εύρημα αυτό είναι συμβατό με την κατανομή των κρουσμάτων ως προς το φύλο, καθώς η πλειονότητά τους ήταν άνδρες (69,9%).

Καθώς τα επιδημιολογικά δεδομένα των δύο αυτών νοσημάτων διαφέρουν από αυτά των τυπικών τροφιμογενών νοσημάτων, όπως είναι η σαλμονέλλωση (ίση κατανομή μεταξύ ανδρών και γυναικών, πλειονότητα κρουσμάτων στα μικρά παιδιά κτλ), οι συγκρίσεις μπορεί να είναι παραπλανητικές. Περισσότερα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με τα νοσήματα που περιλαμβάνονται στη μελέτη μπορούν να ανευρεθούν στην επίσημη ιστοσελίδα του ΚΕΕΛΠΝΟ http://www.keelpno.gr.

Το σημαντικότερο μειονέκτημα της μελέτης αυτής αφορά τις πηγές των πρωτογενών δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν. Αναφέρεται ότι οι εκτιμήσεις έγιναν με βάση (α) τα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα επιτήρησης, (β) τα αρχεία των νοσοκομείων και (γ) τη βιβλιογραφία, αλλά δεν περιγράφεται για κάθε νόσημα ποιες πηγές χρησιμοποιήθηκαν. Όσον αφορά την εχινοκοκκίαση και τη βρουκέλλωση είναι ασαφές τι είδους πηγές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξαγωγή των εν λόγω συμπερασμάτων. Η συμβολή του ΚΕΕΛΠΝΟ περιορίστηκε στην παροχή δεδομένων, κατόπιν αιτήματος των συγγραφέων, για τα έτη 2004-2007. Όσον αφορά τη βιβλιογραφία, οι δημοσιευμένες οροεπιδημιολογικές μελέτες αφορούν παράσιτα ή κοινά παθογόνα, όπως η Salmonella spp. και το Campylobacter spp. και όχι νοσήματα όπως η εχινοκοκκίαση ή η βρουκέλλωση. Επιπλέον, οι μελέτες που έχουν εκτιμήσει την υποδήλωση με βάση τους ταξιδιώτες και αναφέρονται ως πηγή δεδομένων για τη μελέτη δεν συμπεριλαμβάνουν τα εν λόγω νοσήματα. Συνοψίζοντας, ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένη η μεθοδολογία δεν εξηγεί πώς έγινε η συλλογή των δεδομένων ανά νόσημα, ενώ φαίνεται ότι οι πηγές των δεδομένων διέφεραν σημαντικά μεταξύ των νοσημάτων. Επιπλέον, τα διαστήματα αξιοπιστίας που παρουσιάζονται στην εκτίμηση των DALYs είναι πολύ μεγάλου εύρους (π.χ. 95% δ.α. για τα εκτιμώμενα DALYs βρουκέλλωσης: 174-943) υποδηλώνοντας ότι τα πρωτογενή δεδομένα της μελέτης ήταν περιορισμένα.

Συμπερασματικά, παρότι αυτός ο τύπος μελετών είναι εξαιρετικά σημαντικός για τη δημόσια υγεία, σε αυτή την περίπτωση οι συγγραφείς θα έπρεπε να είχαν παρουσιάσει αναλυτικότερα τους περιορισμούς της μελέτης, καθώς τα αποτελέσματά της θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στα προγράμματα δημόσιας υγείας της χώρας. Τα αποτελέσματα της μελέτης δεν πείθουν ότι πράγματι η εχινοκοκκίαση αποτελεί προτεραιότητα όσον αφορά τα τροφιμογενή νοσήματα στη χώρα μας και πιστεύουμε ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες με προσεκτικότερη συλλογή των πρωτογενών δεδομένων νοσηρότητας και θνητότητας για το σκοπό αυτό.

 

Βιβλιογραφία:

Fotiou V, Malissiova E, Minas A, Petinaki E, Hadjichristodoulou C. Seroprevalence of IgG antibodies 1 against Echinococcus granulosus in the population of the region of Thessaly, Central Greece. PLoS ONE (accepted for publication)

Varbobitis IC, Pappas G, Karageorgopoulos DE, Anagnostopoulos I, Falagas ME. Decreasing trends of ultrasonographic prevalence of cystic echinococcosis in a rural Greek area. Microbiol Infect Dis 2010;29:307-309.

Sotiraki S, Chaligiannis I. Cystic echinococcosis in Greece. Past and present. Parasite 2010;17:205-210.

Sotiraki S, Himonas C, Korkoliakou P. Hydatidosis-echinococcosis in Greece. Acta Trop 2003;85:197-201.

Τμήμα Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Παρέμβασης, Κασσιανή Μέλλου, Θεανώ Γεωργακοπούλου, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, Microbiology and Infection

ΠΗΓΗ: www.myhnews.gr