Η επίπτωση της παχυσαρκίας είναι διαρκώς αυξανόμενη τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Θεωρείται πλέον, ότι η τοπική εστίαση του σωματικού λίπους συσχετίζεται άμεσα με τις μεταβολικές επιπλοκές της παχυσαρκίας. Έρευνες υποδεικνύουν τη σημασία του σπλαχνικού (ενδοκοιλιακού) λίπους ως δείκτη μεταβολικών διαταραχών, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αντίσταση στην ινσουλίνη, τη δυσανοχή στη γλυκόζη, την υπερινσουλιναιμία και την υπερτριγλυκεριδαιμία. Τα συμπτώματα αυτά σε συνδυασμό με αυξημένη αρτηριακή πίεση συνιστούν το μεταβολικό σύνδρομο ή σύνδρομο Χ, όπως ονομάστηκε το 1988 από τον Reaven.

Αποθήκευση λίπους

Οι αξιοσημείωτες διαφορές στην ποσότητα και την κατανομή του σωματικού λίπους μεταξύ ανδρών και γυναικών, μας παρέχουν ξεκάθαρα δεδομένα για τις διαφορές στο μεταβολισμό των λιπιδίων ανάμεσα στα δύο φύλα. Στις γυναίκες, μεγαλύτερο ποσό λίπους αποθηκεύεται στο κατώτερο τμήμα του σώματος – στους γλουτούς – ενώ στους άνδρες στο ανώτερο τμήμα. Επιπρόσθετα, οι γυναίκες αποθηκεύουν μεγαλύτερα ποσά λίπους υποδόρια, ενώ οι άνδρες στην κοιλιακή κοιλότητα (αναφέρεται ως σπλαχνικό λίπος).

Κάτι που επιδρά στα λιπίδια και τις λιποπρωτεΐνες πλάσματος με τέτοιο τρόπο ώστε στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, σε σχέση με τους άνδρες, τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, της LDL και των τριγλυκεριδίων να είναι χαμηλότερα, ενώ αντίστοιχα της HDL υψηλότερα. Οι διαφορές αυτές φαίνεται πως αντανακλούν τις δράσεις των στεροειδών ορμονών φύλου στο μεταβολισμό των λιπιδίων, από τη στιγμή που σε μια μετεμμηνοπαυσιακή γυναίκα οι συγκεντρώσεις των λιποπρωτεϊνών – όπως και η κατανομή του σωματικού λίπους – τείνουν προς τα ανδρικά πρότυπα.

Λιπόλυση εναντίον λιπογένεσης

Η ποσότητα λίπους που συσσωρεύεται σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος αντανακλά την ισορροπία μεταξύ του ρυθμού λιπόλυσης (απελευθέρωσης λιπαρών οξέων και γλυκερόλης από το λιπώδη ιστό) και λιπογένεσης (πρόσληψης λιπαρών οξέων από το λιπώδη ιστό). Η συσσώρευση λίπους αντανακλά: (α) επάρκεια ορμονών που ευνοούν τη λιπογένεση (κορτιζόλη και ινσουλίνη) μέσω ενεργοποίησης ενός πολύ σημαντικού ένζυμου των λιποκυττάρων, της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης, και (β) ένδεια ορμονών που ευνοούν τη λιπόλυση (ορμόνες φύλου, αυξητική ορμόνη). Η διαταραχή αυτή πιθανότατα προέρχεται από υπερευαισθησία στον άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – επινεφριδίων. Οι επιπτώσεις των ορμονών αυτών εκφράζονται πιθανότερα στον σπλαχνικό λιπώδη ιστό έναντι του υποδόριου, λόγω υψηλότερης κυτταρικής πυκνότητας, νεύρωσης, ροής αίματος και αυξημένων υποδοχέων κορτιζόλης και ανδρογόνων στον πρώτο.

Συσσώρευση σπλαχνικού λίπους

Η συσσώρευση όμως σπλαχνικού λίπους εντείνεται και στα δύο φύλα με την πάροδο των χρόνων. Πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν πως σε μεσήλικες γυναίκες (σε σύγκριση με νεότερη ομάδα ελέγχου), ακόμα και πριν την έναρξη της εμμηνόπαυσης λαμβάνει χώρα επιδείνωση του λιπιδαιμικού προφίλ και αύξηση της εναπόθεσης λίπους στην κοιλιακή χώρα. Η εξαρτώμενη από την ηλικία αύξηση απόθεσης λίπους στην κοιλιακή χώρα αποτελεί σημαντικό παράγοντα που αυξάνει το κίνδυνο καρδιοπαθειών.

Στις περιπτώσεις συσσώρευσης λίπους στην κοιλιακή χώρα συμπεριλαμβάνεται επίσης το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η εμμηνόπαυση, η προχωρημένη ηλικία, η ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης, η κατάθλιψη, το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Ενδοκρινική δράση λιπώδους ιστού

 Αναγνωρίζεται πλέον ότι ο λιπώδης ιστός αποτελεί και ένα ενδοκρινές όργανο που παράγει προθρομβωτικές και προφλεγμονώδεις ουσίες. Η παρουσία αυξημένου ενδοκοιλιακού λίπους φαίνεται ότι συνοδεύεται από αυξημένη ευαισθησία στη θρόμβωση και από χρόνια υποβόσκουσα φλεγμονή, που προδιαθέτουν την εμφάνιση αρτηριοσκλήρυνσης και τη σταδιακή βλάβη των αιμοφόρων αγγείων. Για το λόγο αυτό, άτομα με αυξημένο ενδοκοιλιακό λίπος, ακόμα και χωρίς συμπτώματα υπέρτασης, υπεργλυκαιμίας και αυξημένων συγκεντρώσεων LDL χοληστερόλης στο αίμα, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου εξαιτίας αυτού του αθηρογόνου, προφλεγμονώδους και προθρομβωτικού προφίλ.

Επιπλέον, ο λιπώδης ιστός αποτελεί και εστία σύνθεσης των στεροειδών ορμονών φύλου. Παρότι ένα συγκεκριμένο ποσό λιπώδους μάζας είναι απαραίτητο για τη φυσιολογική λειτουργία του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, η παχυσαρκία φαίνεται να προκαλεί διαταραχές του εμμηνορυσιακού κύκλου και υπογονιμότητα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι με κάποιο τρόπο συσχετίζεται η παχυσαρκία με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

Οι παχύσαρκες γυναίκες, ειδικά όσες έχουν αυξημένο ενδοκοιλιακό λίπος, εμφανίζουν γενικότερα διαταραγμένο ορμονικό προφίλ, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει: αυξημένες συγκεντρώσεις ανδρογόνων που μετατρέπονται περιφερικά σε οιστρογόνα, υπερκορτιζολαιμία αυξημένα επίπεδα παραθυρεοειδούς ορμόνης, ινσουλινοαντίσταση και υπερινσουλιναιμία, αυξημένη μεν συγκέντρωση τριϊωδοθυρονίνης (Τ3) αλλά φυσιολογικές δε συγκεντρώσεις των υπολοίπων θυρεοειδικών ορμονών.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να επηρεάζεται αρνητικά η λειτουργία των ωοθηκών. Σε παχύσαρκες γυναίκες, η ινσουλινοαντίσταση και η υπερινσουλιναιμία ενεργοποιούν την παραγωγή ανδρογόνων από τις ωοθήκες με αποτέλεσμα την υπερανδρογοναιμία, την αυξημένη περιφερική αρωματοποίηση των ανδρογόνων σε οιστρογόνα, την προβληματική έκκριση γοναδοτροπίνης, τη μειωμένη αυξητική ορμόνη, τα αυξημένα επίπεδα λεπτίνης και τη διαφοροποιημένη νευρορρύθμιση του άξονα υποθαλάμου- υπόφυσης – γονάδων. Σε αυτές τις συνθήκες, η έκκριση της ωχρινοτρόπου ορμόνης αλλά και της προλακτίνης διαφοροποιείται

Ορμονική υποκατάσταση

Να σημειωθεί ότι οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες εμφανίζουν συνήθως μεγαλύτερη τάση να αποθηκεύουν λίπος (με τη μορφή τριγλυκεριδίων) στους μηρούς συγκριτικά με τον κοιλιακό χώρο, σε αντίθεση με τους άντρες. Η διαφορά αυτή όμως ελαχιστοποιείται κατά την εμμηνόπαυση και αποκαθίσταται με θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT, hormone replacement therapy).

Στην πραγματικότητα όμως, η χορήγηση οιστρογόνων σε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και τεστοστερόνης σε υπερήλικες άνδρες αντίστοιχα, συνοδεύεται από πλήθος παρενεργειών που περιορίζουν τη χρήση τους. Αν και αρχικά θεωρούνταν ότι η ορμονική υποκατάσταση βελτιώνει το λιπιδαιμικό προφίλ των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών και μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, η μελέτη Women’s Health Initiative σε γυναίκες χωρίς καρδιαγγειακά προβλήματα το 2002, έδειξε πως αυξάνει τελικά τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά επεισόδια, εγκεφαλικό και θρομβοεμβολικά συμβάντα. Για το λόγο αυτό, η HRT συστήνεται πλέον μόνο για περιορισμό των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης και ως προληπτικό μέτρο της πρώιμης οστεοπόρωσης. Ειδικά σε γυναίκες με ιστορικό καρδιοπάθειας, η χορήγηση HRT αντενδείκνυται.

Πρόληψη/ αντιμετώπιση

 Δεδομένου λοιπόν του γεγονότος ότι η κεντρική παχυσαρκία επηρεάζει σημαντικά την υγεία του ατόμου, συστήνεται καταρχήν συστηματική άσκηση. Η μέτριας έντασης αεροβική άσκηση (όπως είναι το έντονο βάδισμα, το ποδήλατο, το χαλαρό τρέξιμο κ.α.) για 30 λεπτά περίπου, 3 με 4 φορές την εβδομάδα, μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του σωματικού λίπους, από τη στιγμή που αυτό θα χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο από τον οργανισμό για την περαιτέρω πραγματοποίηση της άσκησης.

Επιπλέον, η προσεκτική κατάρτιση του ημερήσιου διαιτολογίου θα συντελέσει στην απώλεια σωματικού βάρους, άρα και σωματικού λίπους. Στην κατεύθυνση αυτή, προτείνεται δίαιτα φτωχή σε λιπαρά, με προσοχή βέβαια στην υπερβολική κατανάλωση υδατανθράκων, ώστε να μην αυξάνονται τα τριγλυκερίδια πλάσματος.

Συμπερασματικά, ειδικά οι γυναίκες που αναμένεται να εισέλθουν στην περίοδο της εμμηνόπαυσης, θα πρέπει να εξετάζονται τακτικά τόσο από γυναικολόγο και ενδοκρινολόγο, όσο και από διαιτολόγο, ώστε να ελέγχεται συνολικά η πορεία της υγεία τους.

 

Γιώργος Μίλεσης Msc

Διαιτολόγος Διατροφολόγος

georgemiles9@gmail.com

 

Επιλεγμένη βιβλιογραφία
• Björntorp P. The regulation of adipose tissue distribution in humans. Int J Obes Relat Metab Disord. 1996 Apr;20(4):291-302.
• Despre Jean-Pierre. Is visceral obesity the cause of the metabolic syndrome? Annals of Medicine. 2006;38:52–63
• Diamanti-Kandarakis E, Kandarakis HA. Obesity and gonadal function of women. Pediatr Endocrinol Rev. 2004 Aug;1 Suppl 3:465-70
• Franco C, Bengtsson BA, Johannsson G. Visceral obesity and the role of the somatotropic axis in the development of metabolic complications. Growth Horm IGF Res. 2001;11 Suppl A:S97-102.
• Gooren L.J.G., Endocrine aspects of ageing in the male. Molecular and Cellular Endocrinology 1998;145:153–9
• Kokkoris P, Pi-Sunyer FX. Obesity and endocrine disease. Endocrinol Metab Clin North Am. 2003;32(4):895-914.
• Kumar A, Mittal S, Buckshee K, Farooq A. Reproductive functions in obese women. Prog Food Nutr Sci. 1993;17(2):89-98.
• Mårin P, Björntorp P. Endocrine-metabolic pattern and adipose tissue distribution. Horm Res. 1993;39 Suppl 3:81-5.
• Mayes JS, Watson GH. Direct effects of sex steroid hormones on adipose tissues and obesity. Obes Rev. 2004;5(4):197-216.
• Pascot A, Lemieux S, Lemieux I, Prud’homme D, Tremblay A, Bouchard C, Nadeau A, Couillard C, Tchernof A, Bergeron J, Després JP. Age-related increase in visceral adipose tissue and body fat and the metabolic risk profile of premenopausal women. Diabetes Care. 1999;22(9):1471-8.
• Pasquali R, Vicennati V. Activity of the hypothalamic-pituitary-adrenal axis in different obesity phenotypes. Int J Obes Relat Metab Disord. 2000;24 Suppl 2:S47-9.
• Pasquali R. Obesity and androgens: facts and perspectives. Fertil Steril. 2006;85(5):1319-40.
• Tchernof A, Després JP. Sex steroid hormones, sex hormone-binding globulin, and obesity in men and women. Horm Metab Res. 2000;32(11-12):526-36.
• Tchernof A, Toth MJ, Poehlman ET. Sex hormone-binding globulin levels in middle-aged premenopausal women. Associations with visceral obesity and metabolic profile. Diabetes Care. 1999;22(11):1875-81.
• Williams C.M., Lipid metabolism in women. Proceedings of the Nutrition Society 2004;63:153–60