Μια μεγάλη διεθνής επιστημονική κοινοπραξία ανακοίνωσε ότι αποκωδικοποίησε το γονιδίωμα του φυτού του ρεβιθιού, κάτι που δίνει ελπίδες να υπάρξουν μελλοντικά μεγαλύτερες γεωργικές αποδόσεις και ρεβίθια καλύτερης ποιότητας στα πιάτα των καταναλωτών.

 

Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιοτεχνολογίας “Nature Biotechnology” ευελπιστούν ότι η αποκάλυψη των γενετικών μυστικών του ρεβιθιού θα βοηθήσει στην ανάπτυξη φυτών με μεγαλύτερη αντοχή στις ασθένειες και στην ξηρασία, καθώς και μεγαλύτερη γενετική ποικιλία.

Στο τελευταίο θα συμβάλει το γεγονός ότι οι επιστήμονες «διάβασαν» τη διεθνώς δημοφιλή ποικιλία «καμπούλι» και μάλιστα συνολικά 90 διαφορετικές παραλλαγές της, άγριες και καλλιεργημένες, προερχόμενες από διάφορες χώρες.

Ο γενετικός «χάρτης» που προέκυψε, δείχνει τη δομή και τις λειτουργίες των περίπου 28.300 γονιδίων που απαρτίζουν το φυτό του ρεβιθιού, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη γενετική βελτίωσή του, κάτι που θα βοηθήσει στην επιβίωση των μικρο-παραγωγών της Ασίας και της υποσαχάριας Αφρικής, οι οποίοι απειλούνται από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία.

Η ανάγνωση του DNA του ρεβιθιού πήρε αρκετά χρόνια στη διεθνή κοινοπραξία (International Chickpea Genome Sequencing Consortium), επικεφαλής της οποίας ήταν το διεθνές ερευνητικό ινστιτούτο ICRISAT με έδρα την Ινδία. Στο έργο συμμετείχαν 49 επιστήμονες από 23 οργανισμούς δέκα χωρών.

Το ρεβίθι, που θεωρείται πολύ θρεπτική τροφή, είναι το δεύτερο από άποψη μεγέθους καλλιεργειών όσπριο στον κόσμο, καταλαμβάνοντας μια έκταση περίπου 110 εκατ. στρεμμάτων συνολικά. Από οικονομική άποψη, αποτελεί τη βασική πηγή διαβίωσης για πολλούς φτωχούς αγρότες σε πολλές χώρες, όπως την Ινδία (που είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και ταυτόχρονα καταναλωτής διεθνώς), την Αιθιοπία, την Τανζανία, την Κένυα κ.α.

Σήμερα χρειάζονται περίπου τέσσερα έως οκτώ χρόνια για να αναπτυχθεί μια νέα ποικιλία του ρεβιθιού με προορισμό τη διεθνή αγορά. Χάρη στην αποκωδικοποίηση του γονιδιώματός του, ο χρόνος αυτός μπορεί μελλοντικά να μειωθεί στο μισό, σύμφωνα με τους ερευνητές.

 

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

Επιμέλεια θέματος: Συντακτική Ομάδα Υγείαonline

www.ygeiaonline.gr