Η διάρροια αφορά εντερική διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από αυξημένη συχνότητα και υδαρότητα κενώσεων, ως αποτέλεσμα (γενικά) της αυξημένης κινητικότητας του κόλου. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η διάρροια συνεπάγεται τουλάχιστον 3 κενώσεις ημερησίως. Η οξεία διάρροια είναι αυτή που διαρκεί λιγότερο από 2 εβδομάδες και συνήθως αναφέρεται και ως «οξεία γαστρεντερίτιδα». Αντίθετα, η χρόνια διάρροια έχει διάρκεια μεγαλύτερη από 14 ημέρες και οφείλεται συνήθως σε υποκείμενη νόσο.

 

Οξεία διάρροια ή γαστρεντερίτιδα

Για την οξεία διάρροια ενοχοποιούνται μικρόβια (κολοβακτηρίδιο, κλωστρίδια, σαλμονέλες, σιγκέλες, σταφυλόκοκκος κ.ά.), παράσιτα (αμοιβάδα, λάμβλια κ.ά) και ιοί (rota, norwalk, adeno κ.ά). Άρχεται αιφνίδια με υδαρείς κενώσεις (>4 έως 6 ημερησίως), κολικοειδή κοιλιακά άλγη, ναυτία ή εμετό και τεινεσμό. Η παρουσία του πυρετού είναι συχνή αλλά όχι απαραίτητη. Οι άμεσες εξετάσεις που απαιτούνται – στην περίπτωση οξείας διάρροιας – είναι: γενική αίματος, μικροσκοπική, παρασιτολογική και καλλιέργεια κοπράνων.

Επιπλέον, η λήψη αντιβιοτικών, η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φρούτων ή χυμών και η ανάρρωση από ασθένεια/ λοίμωξη (μεταλοιμώδης διάρροια) μπορεί να μας δώσει ανάλογη εικόνα.

Θα πρέπει να συμβουλευτείτε τον παιδίατρο το συντομότερο: αν η διάρροια περιέχει αίμα ή βλέννα, αν το παιδί χάνει βάρος, αν είναι έντονη ή διαρκεί περισσότερο από δυο μέρες, αν η συνοδεύεται από επαναλαμβανόμενους εμετούς, πυρετό ή κράμπες στην κοιλιά ή αν εκδηλώθηκε μετά από ταξίδι στο εξωτερικό ή παραμονή στο ύπαιθρο.

Συστήνεται αρχικά κατανάλωση επαρκών υγρών (περίπου 2 λίτρα/ημέρα) και προσθήκη επιπλέον αλατιού στο φαγητό. Στα παιδιά, πρέπει να σταματάμε τη χορήγηση γάλακτος και να το αντικαθιστούμε με άλλα υγρά που περιέχουν αλάτι και ζάχαρη (π.χ., αναψυκτικά του εμπορίου – coca cola). Επίσης, καλό είναι να θερμομετράτε το παιδί ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Επειδή οι περισσότερες περιπτώσεις οξείας διάρροιας είναι λοιμώδους αιτιολογίας και διαρκούν μικρό χρονικό διάστημα αυτοϊώνται, οπότε μόνο ένα μικρό ποσοστό (<20%) των πασχόντων προσφεύγει στο γιατρό. Σε κάθε περίπτωση να αποφεύγετε τη χορήγηση αντιδιαρροϊκών σκευασμάτων, χωρίς την έγκριση του παιδιάτρου. Ο τελευταίος θα κρίνει αν πρέπει να προβεί και σε περαιτέρω έλεγχο και να χορηγήσει την κατάλληλη θεραπεία.

Χρόνια διάρροια

H χρόνια διάρροια – με διάρκεια μεγαλύτερη των 14 ημερών – απασχολεί συχνά τον παιδίατρο. Η αιτιολογία της ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία (βλ. πίνακα στο σχετικό αρχείο) Πρέπει να τονιστεί ότι πολλά νοσήματα, που προκαλούν χρόνιο διαρροϊκό σύνδρομο, αρχίζουν με οξεία διάρροια. Παρά την πληθώρα αιτιών της, στη βρεφική και την παιδική ηλικία, η διερεύνηση θα πρέπει να στραφεί πρώτα στα πιο συχνά αίτια, που είναι η τροφική αλλεργία, η μεταλοιμώδης διάρροια (που συνήθως συνοδεύεται από δευτεροπαθή ανεπάρκεια λακτάσης), το ευερέθιστο έντερο και η κοιλιοκάκη. H επίμονη χρόνια διάρροια απασχολεί μικρό ποσοστό ασθενών.

Πρακτικά, ο εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει γενική αίματος, TKE, CRP, καλλιέργεια και παρασιτολογική κοπράνων, γενική και καλλιέργεια ούρων, αντισώματα έναντι γλιανδίνης και ενδομυΐου, RAST σε τροφικά αλλεργιογόνα, ανοσοσφαιρίνη IgE, δοκιμασία ιδρώτα και δοκιμασία μέτρησης εκπνεόμενου υδρογόνου μετά από φόρτιση με λακτόζη.

Σε συνδυασμό με την αντικειμενική εξέταση, ένα λεπτομερές ιστορικό, είναι σημαντικό. Από τη στιγμή που προέχει η θεραπεία της υποκείμενης νόσου, πρέπει να αντληθούν οι παρακάτω πληροφορίες:

  • η χρονική έναρξη της διάρροιας,

  • η συσχέτιση των συμπτωμάτων και των διαιτητικών αλλαγών, καθώς και ο χρόνος εισαγωγής νέων τροφών, π.χ. του γάλακτος αγελάδας σε περιπτώσεις αλλεργίας ή της γλουτένης σε κοιλιοκάκη,

  • η συχνότητα, η σύσταση, το χρώμα και η οσμή των κοπράνων καθώς και η παρουσία αίματος ή βλέννας,

  • λεπτομερές διαιτητικό ιστορικό, με έμφαση στη λήψη χυμών και τροφών, που περιέχουν σορβιτόλη και λακτόζη,

  • πρόσφατο ταξίδι σε αναπτυσσόμενες χώρες ή σε περιοχές που αναφέρονται επιδημίες εντεροπαθογόνων βακτηρίων ή παρασίτων,

  • πρόσφατη λήψη φαρμάκων που μπορεί να προκαλέσουν διάρροια, ή αντιβιοτικών (π.χ. σε περιπτώσεις υποψίας λοίμωξης από Clostridium difficile),

  • ιστορικό συνεχών λοιμώξεων (π.χ. ινοκυστική νόσος, ανοσοανεπάρκειες),

  • συνύπαρξη άλλων συμπτωμάτων, εκτός της διάρροιας, και ιδιαίτερα η απώλεια βάρους,

  • προηγούμενο ιατρικό ιστορικό, π.χ. προηγούμενη εγχείρηση στην κοιλία μπορεί να οδηγήσει σε συμφύσεις, διαταραχή της κινητικότητας του εντέρου και σύνδρομο υπερανάπτυξης βακτηρίων, και

  • οικογενειακό ιστορικό κοιλιοκάκης, ινοκυστικής νόσου ή χρόνια φλεγμονώδους νόσου του εντέρου.

Η αντιμετώπιση της χρόνιας διάρροιας είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, διατροφική, οπότε απαιτεί συνδρομή κλινικού διαιτολόγου. Πολλές περιπτώσεις διάρροιας βελτιώνονται σημαντικά με τη λήψη (με συναίνεση γιατρού ή κλινικού διαιτολόγου) προβιοτικών συμπληρωμάτων, κυρίως Lactobacillus και Sacchamyces boulardii. Όσοι υποφέρουν από δυσανοχή στη λακτόζη, τα ανάλογα σκευάσματα πεπτικών ένζυμων – που περιέχουν λακτάση – αποδεικνύονται ευεργετικά.

 

 

Γιώργος Μίλεσης, MSc

Κλινικός Διαιτολόγος Διατροφολόγος

georgemiles9@gmail.com